- περιστήθιο
- το / περιστήθιος, -ον, ΝΑνεοελλ.1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλααρχ.1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το στήθος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστήθιονζωστήρας τού στήθους στολισμένος με πολύτιμους λίθους που τόν φορούσαν οι αρχιερείς τών Ιουδαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στῆθος (πρβλ. επιστήθιος, μετα-στήθιος)].
Dictionary of Greek. 2013.